πτεροδόνητος

πτεροδόνητος
πτερο-δόνητος, ον, ([etym.] δονέω)
A moved by flapping wings: metaph., high-soaring, high-flown, Ar.Av.1390,1402.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτεροδόνητος — moved by flapping wings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροδόνητος — ον, Α 1. αυτός που κινείται με τη δόνηση τών πτερύγων του 2. μτφ. αυτός που πετά ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος] …   Dictionary of Greek

  • πτεροδόνητα — πτεροδόνητος moved by flapping wings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”